Courseworks

Abstract

Η ελληνική ύπαιθρος τις τελευταίες δεκαετίες υποβαθμίζεται σταδιακά σε επίπεδο οικονομικό, κοινωνικό, αλλά και περιβαλλοντικό. Σημαντική και χαρακτηριστική πτυχή του προβλήματος είναι η εγκατάλειψη της αγροτικής γης. Αυτός ο γενικός κανόνας φαίνεται να ισχύει και για τον πρωτογενή τομέα του Δήμου Ζίτσας, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα εργασία έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση των προβλημάτων του αγροτικού τομέα του Δήμου, με στόχο την ανάδειξη κρίσιμων παραγόντων που θα μπορούσαν, με κατάλληλα μέτρα, να συμβάλλουν στην αντιστροφή της σημερινής κατάστασης. Εργαλείο έρευνας αποτελεί η ανάλυση της βιωσιμότητας τριών καλλιεργειών της περιοχής, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οι οποίες επιλέχθηκαν μετά από ενδελεχή ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης. Τα αποτελέσματα της έρευνας αποτελούν αφορμή για συζήτηση και προβληματισμό αναφορικά με τις προοπτικές ανάπτυξης του αγροτικού κλάδου, όχι μόνο στην περιοχή μελέτης αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο.

Abstract

Τα οινοποιεία του Δήμου Ζίτσας, έχοντας μια σημαντική παραγωγή οίνου, πρέπει να διαχειριστούν ένα μεγάλο όγκο απόβλητων οινοποίησης, κυρίως στέμφυλα και οινολάσπη. Τα απόβλητα αυτά επιβαρύνουν σήμερα το λειτουργικό κόστος τους, όταν, με κατάλληλη επεξεργασία, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την παραγωγή νέων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Στην κατεύθυνση αυτή, η παρούσα εργασία διερευνά τη σκοπιμότητα και βιωσιμότητα μιας μονάδας επεξεργασίας των αποβλήτων των οινοποιείων της Ζίτσας με στόχο την παραγωγή γιγαρτέλαιου, εκχυλίστματος σταφύλης και πολυφαινολών. Η ανάλυση πραγματοποιείται για τρία διαφορετικά σενάρια δυναμικότητας, αντλώντας δεδομένα από πρωτογενείς έρευνες αγοράς και δευτερογενείς πηγές. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η προτεινόμενη μονάδα αποτελεί μια ελκυστική επένδυση, με επιπρόσθετα περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη που δεν πρέπει να αγνοηθούν.

Abstract

Η πρόσβαση σε νερό άρδευσης είναι πλεονέκτημα. Το νερό αποτελεί εργαλείο και μέσο εξασφάλισης ιδανικών συνθηκών ανάπτυξης των φυτών και βελτιστοποίησης της απόδοσης των καλλιεργειών. Πηγές του αρδευτικού νερού είναι, εν δυνάμει, όλοι οι υδατικοί πόροι, επιφανειακά, υπόγεια και ανακτημένα ύδατα. Στο οροπέδιο Ζίτσας, η απουσία συλλογικού συστήματος άρδευσης,  συνεπάγεται υψηλά κόστη ποτισμάτων. Για το λόγο αυτό, στην παρούσα εργασία ερευνάται η σκοπιμότητα  και εφικτότητα συλλογικού αρδευτικού έργου, δεδομένων των  διαθέσιμων πόρων, των περιορισμών της υφιστάμενης νομοθεσίας, των  δυνατοτήτων  αξιοποίησης  χρηματοδοτικών πηγών και της  εκτιμώμενης  επίδρασης του έργου  στην κοινωνία. Η λύση που διερευνήθηκε είναι η επιρεμάτια ταμίευση, στην οποία, για την πλήρη κάλυψη των αναγκών απαιτείται η ταυτόχρονη χρήση τριών μικρών ταμιευτήρων.

Abstract

Η συγκέντρωση σημαντικών εγκαταστάσεων πτηνοτροφίας στο Δήμο Ζίτσας σε συνδυασμό με την ενίοτε ανεξέλεγκτη διάθεση των αποβλήτων της πτηνοτροφικής δραστηριότητας, οδηγούν σε ένα μείζον περιβαλλοντικό πρόβλημα για την περιοχή. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται η δυνατότητα επεξεργασίας των πτηνοτροφικών αποβλήτων, με παράλληλη παραγωγή ενέργειας μέσω καύσης του παραγόμενου βιοαερίου. Μετά την ανάλυση των φυσικοχημικών χαρακτηριστικών των πτηνοτροφικών αποβλήτων, γίνεται αναφορά στις επιπτώσεις της εδαφικής διάθεσης των ανεπεξέργαστων υπολειμμάτων. Στη συνέχεια περιγράφεται συνοπτικά η διεργασία της Αναερόβιας Χώνευσης και παρουσιάζονται τα οφέλη της αξιοποίησης της βιομάζας με αυτή τη μεθοδο, όπως επίσης και τα επιμέρους τμήματα μιας εγκατάστασης επεξεργασίας βιοαερίου. Σε επόμενη ενότητα υπολογίζονται το διαθέσιμο δυναμικό της βιομάζας του Δήμου, το παραγόμενο βιοαέριο που μπορεί να προκύψει από αυτήν καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά μίας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής από το παραγόμενο βιοαέριο. Tέλος, πραγματοποιείται οικονομοτεχνική ανάλυση της ενεργειακής μονάδας.

Abstract

Με δεδομένη την πολυπλοκότητα της διαχείρισης των υδατικών συστημάτων και την απαιτητική διαδικασία σε στάδια και δράσεις που εγείρει, κρίνεται απαραίτητη η συνεχής παρακολούθηση και επικαιροποίηση των ανθρωπογενών πιέσεων, της εκάστοτε υφιστάμενης κατάστασης και της απόκρισης. Tο υδάτινο σώμα του Καλαμά, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο όχι μόνο σε περιβαλλοντικό, αλλά και σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο με το Δήμο Ζίτσας. Στο πλαίσιο αυτό, αρχικά, πραγματοποιείται απογραφή των σημειακών και διάχυτων ανθρωπογενών πιέσεων ως προς τέσσερις βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν την ποιότητα των υδάτων. Εκτιμάται επίσης η συμβολή, ανά τομέα δραστηριότητας του Δήμου Ζίτσας, στη ρύπανση του ποταμού Καλαμά. Παράλληλα, σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις, παρουσιάζεται η ποιοτική κατάσταση του ποταμού και προτείνεται η σύσταση ολοκληρωμένου σχεδίου αντιμετώπισης των υφιστάμενων πιέσεων.

Abstract

Η πληθυσμιακή συρρίκνωση και η γήρανση του πληθυσμού είναι τυπικό χαρακτηριστικό των ορεινών περιοχών της Ελλάδας. Οι προοπτικές διατήρησης αλλά και ανάπτυξης των ορεινών περιοχών συνδέονται στενά με την παραμονή των νέων σε αυτές. Για αυτόν τον λόγο οι έφηβοι αποτελούν αντικείμενο μελέτης της εργασίας αυτής, καθώς αυτοί θα αποτελέσουν τους μελλοντικούς κατοίκους της περιοχής του Δήμου Ζίτσας. Πιο συγκεκριμένα, η εργασία διερευνά τις απόψεις, τις δυσκολίες, τις σκέψεις, τα προβλήματα, τα όνειρα, τον τρόπο ζωής και τις προσδοκίες των μαθητών του Λυκείου, του Δήμου Ζίτσας. Η εργασία δίνει το λόγο στους μαθητές και αναδεικνύει τι τους κάνει χαρούμενους στον τόπο που ζουν και τι τους απασχολεί για το μέλλον τους. Τα αποτελέσματα κρίνονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και σημαντικά, ως εργαλείο χάραξης πολιτικής με προοπτική την παραμονή και επιστροφή των νέων στην ορεινή αυτή περιοχή.

Abstract

Η πολυδιάστατη κρίση των τελευταίων ετών κατέστησε επιβεβλημένη την περιγραφή, την τεκμηρίωση και την εφαρμογή αναπτυξιακών προσεγγίσεων που ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες και περιγράφουν το δρόμο προς τη δημιουργική αξιοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε φορά φυσικής και κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας. Η ανάγκη για τέτοιου είδους προσεγγίσεις στο σχεδιασμό γίνεται εντονότερη στις ορεινές περιοχές που παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό εκτός των αναπτυξιακών στρατηγικών. Βασικά χαρακτηριστικά των νέων αυτών προσεγγίσεων μπορούν να αποτελέσουν η ολοκληρωμένη προσέγγιση, η διεπιστημονικότητα και η ελεύθερη και ακαθοδήγητη εκπαίδευση. Σε αυτό το πλαίσιο στο μάθημα «Εισαγωγή στις επιστήμες του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης» του ΔΠΜΣ του ΕΜΠ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη», στη β’ κατεύθυνση «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών», οι μεταπτυχιακοί φοιτητές εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία της ολοκληρωμένης ανάπτυξης πραγματοποιούν αναπτυξιακές έρευνες για διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016 η διεπιστημονική ομάδα πραγματοποίησε αναπτυξιακή έρευνα για την περιοχή του Δήμου Γεωργίου Καραϊσκάκη με στόχο τη διατύπωση και τη διεπιστημονική τεκμηρίωση μίας ολοκληρωμένης αναπτυξιακής πολιτικής. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα μεθοδολογικά βήματα, που ακολουθήθηκαν κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, για τη διατύπωση και την αξιολόγηση εναλλακτικών σεναρίων ολοκληρωμένης ανάπτυξης και την επιλογή του βέλτιστου για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της περιοχής.

Abstract

«Η αισθητική είναι μεταλαμπάδευση αξιών όχι μορφών, οι μορφές πρέπει να ανανεώνονται για να επιζούν οι αξίες». Mέσα από αυτή την γνωστή ρήση του Π. Μιχελή επισημαίνεται η σημασία της μορφής στην διατήρηση των αξιών και της παράδοσης. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στην μελέτη της αρχιτεκτονικής μορφής και εξέλιξης στο Δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη, εκθέτοντας απόψεις για την αισθητική και γενικότερη εικόνα που παρουσιάζει. Μετά από τις πρώτες θετικές εντυπώσεις που δημιουργούνται στον επισκέπτη του Δήμου, διαπιστώνεται η ανάγκη βελτίωσης της αισθητικής του δομημένου περιβάλλοντος, κυρίως στις κατοικημένες περιοχές των οικισμών. Παρουσιάζονται τα θετικά στοιχεία που υπάρχουν και τα οποία θα πρέπει να αναδειχθούν, ενώ στην συνέχεια επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία αποτελούν αισθητική υποβάθμιση. Γίνεται προσπάθεια κατάθεσης μίας σειράς προτάσεων αντιμετώπισης των προβλημάτων με στόχο, εκτός από την αδιαμφισβήτητη ανάγκη για ανάπτυξη, την γενικότερη αισθητική αναβάθμιση της περιοχής, με ταυτόχρονο σεβασμό στην παράδοση και την ιδιαίτερη μορφή της αρχιτεκτονικής του τόπου.

 

Abstract

Οι ορεινές περιοχές, ως θύλακες ανεκτίμητης φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς, εξελίσσονται σε ανερχόμενο τουριστικό προορισμό. Δεδομένων των σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων που επιφέρει ο μαζικός τουρισμός στις κοινότητες και τα οικοσυστήματα των ορεινών περιοχών, απαιτείται διαφορετική προσέγγιση ανάπτυξης της τουριστικής δραστηριότητας σε αυτές. Βασικές αρχές της ορεινής τουριστικής ανάπτυξης επιβάλλεται να είναι η βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης του τοπικού πληθυσμού υποδοχής, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και η προβολή και αναζωογόνηση της τοπικής κουλτούρας. Στο πλαίσιο των εναλλακτικών μορφών τουρισμού, ο Δήμος Γεωργίου Καραϊσκάκη μελετάται ως εστία ανάπτυξης του φυσιολατρικού – περιηγητικού τουρισμού μέσω πεζοπορικών διαδρομών. Συγκεκριμένα, ως χώρος μελέτης επιλέγεται το υδάτινο στοιχείο του Δήμου και προτείνονται σημειακές παρεμβάσεις, ώστε να αναδειχθούν τα ιδιαίτερα φυσικά και πολιτιστικά στοιχεία που φιλοξενεί.

Abstract

Ο Δήμος Γ.Καραισκάκη διαθέτει πλούσιο φυσικό κάλλος και αξιόλογη πολιτιστική κληρονομιά. Η γέφυρα Κοράκου είναι το πιο ιστορικό μνημείο που βρίσκεται στο δήμο. Είναι συνδεδεμένη με το σύνολο της νεοελληνικής ιστορίας, με αποκορύφωμα το γεγονός την ανατίναξή της  το 1949 από άντρες του Δημοκρατικού Στρατού. Έκτοτε, αλλά  ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια το αίτημα της ανακατασκευής γίνεται διαρκώς πιο έντονο. Στο πλαίσιο αυτού του σκοπού οι τοπικοί φορείς κάνουν διαρκώς παρεμβάσεις προβάλλοντας το θέμα σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Έχουν δε συντάξει μια προμελέτη για την πλήρη  ανακατασκευή της γέφυρας. Στόχος της εργασίας είναι η ενίσχυση της υπάρχουσας προμελέτης,  μέσω σύνταξης οικοδομικών επιμετρήσεων όλων των εργασιών που ορίζονται από αυτή. Έχοντας υπολογίσει αναλυτικά όλες τις εργασίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της ανακατασκευής της γέφυρας, συντάχθηκε  ο προϋπολογισμός του έργου με χρήση του προγράμματος δημοσίων έργων Ergowin. Η ανακατασκευή της γέφυρας Κοράκου, συμβάλλει στην διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ παράλληλα μπορεί να αναδειχθεί σε μια πολύτιμη εστία οικονομικής ανάπτυξης του δήμου.